ноужьныи — (245) пр. 1.Связанный с принуждением, насилием: се же ѥсть нѹжноѥ из ра˫а изведениѥ. КН 1280, 608г; нѹжноѥ ѹчениѥ не можеть пребыти. а ѥже съ сладостию и радостьно пребытьно. ПНЧ 1296, 135 об.; когда потопъ преста… видѧ многѹ пѹстыню и нѹжнѹю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Diogenes in der Tonne — Diogenes von Sinope „Geh mir aus der Sonne“ Der kynische Philosoph Diogenes (griech.: Διογένης ὁ Σινωπεύς Diogenēs ho Sinōpeus; * ca … Deutsch Wikipedia
Diogenes von Sinope — (griech.: Διογένης ὁ Σινωπεύς Diogenēs ho Sinōpeus; * um 400 v. Chr. in Sinope; † 324/323 v. Chr. in Korinth) war ein griechischer Philosoph und wird mit seinem Lehrer Antisthenes als der Begründer des Kynismus beze … Deutsch Wikipedia
ноудьныи — (1*) пр. Нужный, необходимый: аще что нѹдныхъ потребъ. ѿ мѹжьскаго манастырѧ принесеть мьнихъ къ черноризицѧмъ. внѣ манастырѧ. сто˫а. да предасть игѹ||меньи. (τῶν ἀναγκαίων) КР 1284, 169б–в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MEDICI — apud Romanos, olim servi tantum erant, ut testantur Sueton. Neron. c. 4. et Seneca de Benes. l. 3. c. 24. qui Domitium Corfinio inclusum, a servo prius, quam a Caesare servatum seribunt. Clarifsime P. Orosius l. 7. c. 3. Adeo dira Romanos fames… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει … Dictionary of Greek